- δάπτης
- δάπτηςeatermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») … Dictionary of Greek
δάπταις — δάπτης eater masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπτη — δάπτης eater masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπτω — δάπτης eater masc gen sg (attic epic ionic) δάπτω devour pres subj act 1st sg δάπτω devour pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπτειρα — δάπτειρα, η (Α) βλ. δάπτης … Dictionary of Greek
δάπτρια — δάπτρια, η (Α) βλ. δάπτης … Dictionary of Greek
σιτοδάπης — ὁ, Α αυτός που κατατρώγει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δάπης, αντί τού δάπτης (< δάπτω «κατατρώγω»)] … Dictionary of Greek